Ελληνικά
Perspective

10 χρόνια από το δημοψήφισμα του 2015: Τα διδάγματα από την προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ

Ο τέως πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας σε συνάντηση με μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, 15 Ιουλίου 2015 [AP Photo/Petros Karadjias]

Έχουν περάσει δέκα χρόνια από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 και την ανατροπή της σαρωτικής νίκης του «Όχι» από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Μετά την αποφασιστική ψήφο των Ελλήνων εργαζομένων ενάντια στα περαιτέρω μέτρα λιτότητας, που απαιτούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση, η κυβέρνηση υλοποίησε τις ίδιες περικοπές που μόλις είχε αποκηρύξει ο πληθυσμός.

Το δημοψήφισμα ήταν μια κρίσιμη εμπειρία για τη διεθνή εργατική τάξη, με τεράστια πολιτικά διδάγματα που έχουν καίρια σημασία για τη σημερινή πολιτική κατάσταση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015 με την υπόσχεση να τερματίσει τη βάναυση λιτότητα που είχε επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Στον απόηχο του χρηματοπιστωτικού κραχ του 2008 η Ελλάδα ήταν το επίκεντρο μιας παγκοσμίου κλίμακας επίθεσης στους μισθούς, τις συντάξεις και την κοινωνική πρόνοια. Στα χρόνια πριν τις εκλογές του 2015 οι Έλληνες εργαζόμενοι πραγματοποίησαν δεκάδες γενικές απεργίες, οι οποίες εξέφραζαν την ισχυρή αντίθεση στις χωρίς προηγούμενο περικοπές που επιβλήθηκαν κατ’ εντολή της διεθνούς χρηματοπιστωτικής ελίτ.

Τα μέσα ενημέρωσης, οι καταγγελίες των ηγετών της ΕΕ και η ίδια η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ καλλιέργησαν ψευδαισθήσεις ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας μαζί με τον υπουργό Οικονομικών του, Γιάνη Βαρουφάκη, θα αντιστέκονταν στις επιταγές της ΕΕ. Σε ολόκληρη την Ευρώπη και διεθνώς, τα ψευτοαριστερά και τα «αντικαπιταλιστικά» κόμματα χαιρέτισαν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ως τομή για την Αριστερά και ως μοντέλο αντίστασης στη λιτότητα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε γρήγορα για να αποκηρύξει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις. Σχημάτισε κυβέρνηση με το δεξιό εθνικιστικό κόμμα των ΑΝΕΛ, κλείνοντας έτσι το μάτι προς την άρχουσα τάξη στην Ελλάδα και διεθνώς ότι η κυβέρνησή του δεν αποτελούσε θεμελιώδη απειλή για τα συμφέροντά της. Ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης έκαναν περιοδεία στην Ευρώπη για να ζητιανέψουν μερικά ψίχουλα που θα μπορούσαν κατόπιν να τα πασάρουν στους Έλληνες εργαζόμενους. Όταν απορρίφθηκε αυτό το ενδεχόμενο, ο ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψε συμφωνία με την οποία «απέφευγε οποιαδήποτε ανατροπή» των μέτρων λιτότητας και ότι θα «τιμούσε τις οικονομικές υποχρεώσεις [της Ελλάδας] προς όλους τους πιστωτές της».

Στη συνέχεια, σε μια πράξη τερατώδους κυνισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ προκήρυξε το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 με την προσδοκία ότι ο πληθυσμός, εξαντλημένος και αποθαρρυμένος, θα ψήφιζε «Ναι», παρέχοντας στην κυβέρνηση την απαραίτητη κάλυψη για τη μετέπειτα συνθηκολόγησή της. Ενώ τυπικά υποστήριζε το «Όχι», ο ΣΥΡΙΖΑ κατέστησε σαφές ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα προκαλούσε την πλήρη οργή της καπιταλιστικής Ευρώπης – και ότι δεν είχε κανένα σχέδιο και καμία πρόθεση να αντισταθεί στις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Σε μια δήλωση που δημοσιεύτηκε στις 3 Ιουλίου 2015, δύο ημέρες πριν από το δημοψήφισμα, με τίτλο «Η πολιτική απάτη του δημοψηφίσματος του ΣΥΡΙΖΑ για τη λιτότητα της ΕΕ στην Ελλάδα», το WSWS προειδοποίησε τους εργαζόμενους εκ των προτέρων ότι το δημοψήφισμα ήταν μια πολιτική παγίδα:

Εάν ο Τσίπρας εξηγούσε συνοπτικά στους εργαζόμενους το περιεχόμενο του δημοψηφίσματος, θα μπορούσε να πει: κορώνα κερδίζει η ΕΕ, γράμματα χάνετε εσείς. Καθώς διεξάγεται μόλις λίγους μήνες αφότου ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές υποσχόμενος να τερματίσει πέντε χρόνια λιτότητας, το δημοψήφισμα προκηρύχτηκε για να δώσει πολιτική κάλυψη στην παράδοση στην ΕΕ. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την πρόθεση να αγωνιστεί, δεν θα είχε καμμία ανάγκη να προκηρύξει δημοψήφισμα για τη λιτότητα της ΕΕ η οποία είχε ήδη απορριφθεί από τον ελληνικό λαό.

Η εκτίμηση αυτή δικαιώθηκε από τα όσα ακολούθησαν. Η ελληνική εργατική τάξη ψήφισε σαρωτικά υπέρ του «Όχι» στις 5 Ιουλίου 2015 με ποσοστό 61%. Το γεγονός αυτό εξαγρίωσε την άρχουσα τάξη, η οποία στη συνέχεια απαίτησε ακόμη πιο σκληρά μέτρα. Ο Τσίπρας έσπευσε αμέσως πίσω στις Βρυξέλλες και στις 13 Ιουλίου ενέκρινε τις επιταγές της ΕΕ, οι οποίες στη συνέχεια κατατέθηκαν στη βουλή ως το τρίτο – και χειρότερο – πακέτο λιτότητας, το οποίο υπερψηφίστηκε από τα δύο τρίτα των βουλευτών.

Ούτε ένα ηγετικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ δεν κατέβαλε την παραμικρή προσπάθεια να κινητοποιήσει την ελληνική εργατική τάξη για να διώξει αυτή την κυβέρνηση προδοτών, ένα κίνημα το οποίο θα είχε κερδίσει μαζική υποστήριξη σε όλη την Ευρώπη και διεθνώς. Αντ’ αυτού, ο Βαρουφάκης παραιτήθηκε και αποσύρθηκε στο πολυτελές του εξοχικό στην Αίγινα.

Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των εξελίξεων, το World Socialist Web Site και η Διεθνής Επιτροπή της Τέταρτης Διεθνούς επεξηγούσαν τα θεμελιώδη πολιτικά ζητήματα που διακυβεύονταν. Σε μια δήλωση που δημοσιεύτηκε στις 30 Ιουλίου 2015, με τίτλο «Τι είναι η ψευτοαριστερά», το WSWS εξέτασε την προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ ως μέρος ενός ευρύτερου διεθνούς φαινομένου.

Το WSWS προσδιόρισε την ψευτοαριστερά ως πολιτικές δυνάμεις που «χρησιμοποιούν λαϊκιστικά σλόγκαν και δημοκρατική φρασεολογία για να προωθήσουν τα κοινωνικοοικονομικά συμφέροντα προνομιούχων και εύπορων στρωμάτων της μεσαίας τάξης». Η ψευτοαριστερά «είναι αντίθετη στην ταξική πάλη και αρνείται τον κεντρικό ρόλο της εργατικής τάξης και την αναγκαιότητα της επανάστασης στην προοδευτική μεταμόρφωση της κοινωνίας... Το οικονομικό πρόγραμμα της ψευτοαριστεράς είναι, στην ουσιαστική του βάση, υπέρ του καπιταλισμού και εθνικιστικό.»

Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μέρος μιας ευρύτερης τάσης που πρωτοεμφανίστηκε ξεκάθαρα κατά τη διάρκεια της αιγυπτιακής επανάστασης του 2011, όταν φαινομενικά «αριστερές» δυνάμεις παρενέβησαν για να εκτροχιάσουν τη μαζική επαναστατική αναταραχή και να τη διοχετεύσουν πίσω στην αστική πολιτική.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ, οι εργαζόμενοι και η νεολαία αντιμετώπισαν παρόμοιες εμπειρίες σε όλο τον κόσμο: Η «Ροζ Παλίρροια» στη Λατινική Αμερική υπέταξε την αντίθεση του κόσμου στα συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, οι Podemos στην Ισπανία προσχώρησαν σε μια κυβέρνηση λιτότητας υπό την ηγεσία του Ισπανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Τζέρεμι Κόρμπιν στη Βρετανία εκτόνωσε τη μαζική αντίθεση στη λιτότητα και τον πόλεμο και επέτρεψε στη στυγνή και αντιδραστική δεξιά πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος να ανακτήσει τον έλεγχο και στις ΗΠΑ ο Μπέρνι Σάντερς διοχέτευσε την αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια πίσω από τη Χίλαρι Κλίντον, τον Τζο Μπάιντεν και το Δημοκρατικό Κόμμα.

Οι πολιτικοί θεωρητικοί Σαντάλ Μουφ και Ερνέστο Λακλάου παρείχαν το ιδεολογικό πλαίσιο για αυτές τις τάσεις. Η αντίληψή τους για τον «αριστερό λαϊκισμό» απορρίπτει τον μαρξισμό και τον κεντρικό ρόλο της εργατικής τάξης, υποστηρίζοντας αντ’ αυτού μια αναβίωση του μικροαστικού εθνικισμού και ενός ρεφορμισμού που στην ουσία δεν έχει να προσφέρει καμία μεταρρθμιση.

Αυτές οι προδοσίες είχαν καταστροφικές συνέπειες για την εργατική τάξη την τελευταία δεκαετία, ανοίγοντας το δρόμο για τον περαιτέρω πλουτισμό μιας υπερπλούσιας ολιγαρχίας και βυθίζοντας εκατομμύρια ανθρώπους στην κοινωνική κρίση.

Η εξαγωγή συμπερασμάτων από αυτά τα γεγονότα δεν αποτελεί θρηνωδία για τις αποτυχίες ή την εξαπάτηση από συγκεκριμένους ηγέτες και κόμματα, αλλά η κατανόηση και η απόρριψη της χρεοκοπημένης πολιτικής τους.

Όλοι τους προσπάθησαν να στρατολογήσουν την εργατική τάξη σε ένα πρόγραμμα απόσπασης ελάχιστων μεταρρυθμίσεων από την άρχουσα τάξη, με επίκεντρο ζητήματα γύρω από την πολιτική των ταυτοτήτων και όχι της κοινωνικής τάξης. Το πρόγραμμά τους, που βασιζόταν στη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος, αγνοούσε σε μεγάλο βαθμό τα κρίσιμα ζητήματα της ατομικής ιδιοκτησίας, της συγκέντρωσης του πλούτου στα χέρια των κυρίαρχων ελίτ, των συγκλονιστικών επιπέδων κοινωνικής ανισότητας και του ιμπεριαλιστικού μιλιταρισμού.

Όταν οι πενιχρές αυτές μεταρρυθμιστικές φιλοδοξίες συνάντησαν την αντίσταση των κυρίαρχων ελίτ και των καπιταλιστικών κρατών υπό τον έλεγχό τους, κάθε ίχνος μεταρρυθμιστικής πολιτικής εγκαταλείφθηκε και επιβλήθηκε μια ακόμη κυβέρνηση λιτότητας.

Όπως παρατήρησε ο Λέων Τρότσκι στην Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης:

Στην πράξη ένα ρεφορμιστικό κόμμα θεωρεί ακλόνητα τα θεμέλια αυτού που σκοπεύει να μεταρρυθμίσει. Υποτάσσεται έτσι αναπόφευκτα στις ιδέες και τα ήθη της άρχουσας τάξης. Έχοντας ανέβει στις πλάτες του προλεταριάτου, οι σοσιαλδημοκράτες έγιναν απλώς ένα αστικό κόμμα δεύτερης κατηγορίας.

Η ιστορία έθεσε για άλλη μια φορά ενώπιον της διεθνούς εργατικής τάξης το ίδιο ερώτημα που τέθηκε την περασμένη δεκαετία, αλλά τώρα με το διακύβευμα να είναι πολύ υψηλότερο.

Η εμφάνιση της πανδημίας COVID-19 το 2020 πυροδότησε την επιτάχυνση της καπιταλιστικής λιτότητας, του μιλιταρισμού και της κοινωνικής αντεπανάστασης. Εκατομμύρια ζωές θυσιάστηκαν στον ιό για τη διατήρηση των εταιρικών κερδών. Ο πληθωρισμός κατέστρεψε το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Πόλεμος ξέσπασε στην Ευρώπη, μια επίθεση γενοκτονίας εξαπολύθηκε στη Γάζα και οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί εκτοξεύτηκαν σε κάθε μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη – με σκοπό να χρηματοδοτηθούν μέσω της καταστροφής όσων παροχών έχουν απομείνει από τις κοινωνικές κατακτήσεις που κέρδισε η εργατική τάξη τον 20ό αιώνα.

Παράλληλα με αυτές τις επιθέσεις, η άρχουσα τάξη έχει στραφεί όλο και περισσότερο προς τον φασισμό και τη δικτατορία, γεγονός που εκφράζεται με τον πιο έντονο τρόπο στην άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον αυξανόμενο αυταρχισμό των καπιταλιστικών κυβερνήσεων σε όλο τον κόσμο.

Για άλλη μια φορά, οι εργαζόμενοι απάντησαν με ένα κύμα απεργιών και διαμαρτυριών. Τα έτη 2022 και 2023 σημειώθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός ημερών απεργίας στο Ηνωμένο Βασίλειο από τη δεκαετία του 1980. Στις ΗΠΑ το 2023 σημειώθηκαν περισσότερες μεγάλες απεργίες από κάθε άλλη φορά τις προηγούμενες δύο δεκαετίες. Αυτή η απεργιακή κινητοποίηση συνοδεύτηκε από πρωτοφανή κινήματα διαμαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένων των μαζικών διαδηλώσεων κατά της γενοκτονίας στη Γάζα στο Ηνωμένο Βασίλειο και των διαδηλώσεων εκατομμυρίων στις ΗΠΑ με το σύνθημα «Όχι Βασιλιάδες».

Η κρατική καταστολή αυτών των κινημάτων –και πάνω απ’ όλα το συνεχιζόμενο σαμποτάζ από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία– ώθησαν τους εργαζόμενους να αναζητήσουν πολιτικές απαντήσεις πέρα από τη μαχητικότητα στις απεργίες και στους δρόμους. Είναι αυτή η διαδικασία που έχει ωθήσει στο προσκήνιο τον Ζοχράν Μαμντάνι στις ΗΠΑ, τον Τζέρεμι Κόρμπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο, τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν στη Γαλλία και παρόμοιες προσωπικότητες αλλού. Ακόμη και ο Βαρουφάκης έχει το θράσος να αυτοπροβάλλεται ως αριστερός.

Η εκπλήρωση των σοσιαλιστικών προσδοκιών των εργαζομένων μπορεί να έρθει μόνο όταν τα προχωρημένα στρώματα της εργατικής τάξης μάθουν να απορρίπτουν και να αντιτίθενται στον χρεοκοπημένο ημι-ρεφορμισμό των ηγετών που υποστηρίζουν σήμερα. Χωρίς αυτό η εργατική τάξη θα αναγκαστεί να επαναλάβει την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ – με όλο και πιο καταστροφικές συνέπειες.

Αφού περιέγραψε τη λογική ενός ρεφορμιστικού κόμματος, ο Τρότσκι αντιπαρέβαλε το κόμμα των Μπολσεβίκων, που οικοδομήθηκε κυρίως από τον Βλαντιμίρ Λένιν και το οποίο ηγήθηκε της ρωσικής Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917:

Η απαραίτητη απόσταση από την αστική ιδεολογία διατηρήθηκε στο κόμμα με μια άγρυπνη ασυμβίβαστη στάση... Ο Λένιν δεν κουράστηκε ποτέ να δουλεύει με το λογχοκόπι του, κόβοντας τους δεσμούς που δημιουργεί ένα μικροαστικό περιβάλλον ανάμεσα στο κόμμα και την επίσημη κοινωνική γνώμη... Το μπολσεβίκικο κόμμα δημιούργησε όχι μόνο ένα δικό του πολιτικό αλλά και ένα δικό του ηθικό μέσο, ανεξάρτητο από την αστική κοινωνική γνώμη και αμείλικτα αντίθετο σε αυτήν.

Σε αυτή την παράδοση τα Socialist Equality Parties (Κόμματα σοσιαλιστικής ισότητας) – τμήματα της ΔΕΤΔ (Διεθνή Επιτροπή της Τέταρτης Διεθνούς) – σε όλο τον κόσμο προσπαθούν να κερδίσουν τους εργαζόμενους στο πρόγραμμα του επαναστατικού σοσιαλιστικού διεθνισμού. Ενθαρρύνουμε τους εργαζόμενους και τους νέους που βλέπουν την ανάγκη για ένα νέο, σοσιαλιστικό κόμμα της εργατικής τάξης να μελετήσουν την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και τις δηλώσεις που δημοσιεύονται από τo World Socialist Web Site. Να μελετήσουν τις αρχές της ΔΕΤΔ – και να πάρουν την απόφαση να ενταχθούν.

Loading